- σπυράκι
- τομικρό σπυρί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σπυράκι — το, Ν [σπυρί] 1. μικρό σπυρί 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού φυτού τού ράμνος … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
μπιμπίκι — το [μπίμπικας] 1. μικρό εξάνθημα τού προσώπου, σπυράκι, σπιθούρι 2. μικρό φτερό όρνιθας το οποίο δεν έχει αναπτυχθεί … Dictionary of Greek
μπιμπίκι — το ιού, μικρό σπυράκι, η ακμή του προσώπου: Μπήκε στην εφηβεία και γέμισε μπιμπίκια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)